- βραχίων
- (I)οβλ. βραχίονας.————————(II)βραχίων, -ον (Α)συγκριτικός του βραχύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχίων — βράχεα shallows neut gen pl (doric ionic) βραχί̱ων , βραχίων arm masc nom/voc sg βραχύς short masc/neut gen pl (doric) βραχύς short masc/fem nom comp sg (ionic) βραχί̱ων , βραχύς short masc/fem nom comp sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
λευκοβραχίων — λευκοβραχίων, ον (AM) αυτός που έχει λευκούς βραχίονες ή λευκούς ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + βραχίων (πρβλ. περι βραχίων, σκυτο βραχίων)] … Dictionary of Greek
βραχίον' — βραχί̱ονα , βραχίων arm masc acc sg βραχί̱ονι , βραχίων arm masc dat sg βραχί̱ονε , βραχίων arm masc nom/voc/acc dual βραχίονα , βραχύς short neut nom/voc/acc comp pl (ionic) βραχίονα , βραχύς short masc/fem acc comp sg (ionic) βραχί̱ονα , βραχύς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοβραχίων — ονος, ὁ, ἡ, Α (σκωπτ. παρωνύμιο τού ιστορικού Διονύσου) αυτός που έχει δερμάτινο βραχίονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα» + βραχίων (πρβλ. γαλιο βραχίων)] … Dictionary of Greek
στερροβραχίων — ονος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει ισχυρούς βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + βραχίων (πρβλ. λευκο βραχίων)] … Dictionary of Greek
brach-? — *brach ? germ., Substantiv: nhd. Arm, Karrenbaum; ne. arm (Neutrum), cart perch; Interferenz: Lehnwort lat. brachium; Etymologie: s. lat. brachium, bracchium, Neutr … Germanisches Wörterbuch
merk-1, merĝ-, merǝk-, merǝĝ - — merk 1, merĝ , merǝk , merǝĝ English meaning: to rot Deutsche Übersetzung: “morschen, faulen, einweichen” Note: originally = (mer ), merk “aufreiben” (see 737), though already grundsprachlich through die relationship auf die… … Proto-Indo-European etymological dictionary
мышка — обычно: под мышкой и т. п.; мышца, укр. мишця, др. русск., ст. слав. мъшьца βραχίων, болг. мишка, сербохорв. ми̏шка мышца, рука , словен. mȋška, mȋšса, чеш. myška мениск , (анат.), польск. myszka – то же, в. луж. mуškа. Производное от мышь… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера